ἐπιβώμιον

ἐπιβώμιον
ἐπιβώμιος
on
masc/fem acc sg
ἐπιβώμιος
on
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • επιβώμιος — ἐπιβώμιος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται πάνω στον βωμό («πῦρ ἐπιβώμιον», Ευρ.) 2. (για λόγο ή τραγούδι) αυτός που λέγεται ή απαγγέλλεται κοντά στον βωμό («ἐπιβώμιος λόγος») 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἐπιβώμιος ιερέας, θύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βώμιος …   Dictionary of Greek

  • τελεστήριο — Ο τόπος, όπου οι αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίοι τελούσαν τα μυστήρια. Λεγόταν επίσης, ο τόπος ιεροτελεστίας αλλά και κάθε τόπος, στον οποίο τελούσαν κάποια θρησκευτική τελετή, θυσία ή μυσταγωγία. Σε νεότερα χρόνια τ. αποκαλούσαν κυρίως εκείνο της …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”